- βαριοφαίνεται
- βαριοφαίνεται - βαριοφάνηκε βλ. πίν. 225
(μόνο στο γ' πρόσ., ως προσ. ή απρόσ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βαριοφαίνεται — φάνηκε, απρόσ., φαίνεται βαρύ, δυσαρεστεί, κακοφαίνεται: Μου βαριοφάνηκαν τα λόγια που μου είπε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρυφαίνεται — βλ. βαριοφαίνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)